ενικός         πληθυντικός  
caravan caravans

Ουσιαστικό

επεξεργασία

caravan (en)

  1. το καραβάνι
     συνώνυμα: convoy
  2. (ΗΒ) το τροχόσπιτο
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη camper