recreational vehicle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
recreational vehicle | recreational vehicles |
Ετυμολογία
επεξεργασία- recreational vehicle < → δείτε τις λέξεις recreational και vehicle
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαrecreational vehicle (en)
- (μέσο μεταφορών) το αυτοκινούμενο τροχόσπιτο
- αρκτικόλεξο RV
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη camper