αυτοκινούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοκινούμενος < αυτο- + κινούμενος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική automotive)
Μετοχή
επεξεργασίααυτοκινούμενος
Συγγενικά
επεξεργασία- αυτοκίνηση
- αυτοκίνητο
- αυτοκίνητος
- → δείτε τις λέξεις αυτός και κινώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοκινούμενος