↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοκινούμενος η αυτοκινούμενη το αυτοκινούμενο
      γενική του αυτοκινούμενου της αυτοκινούμενης του αυτοκινούμενου
    αιτιατική τον αυτοκινούμενο την αυτοκινούμενη το αυτοκινούμενο
     κλητική αυτοκινούμενε αυτοκινούμενη αυτοκινούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοκινούμενοι οι αυτοκινούμενες τα αυτοκινούμενα
      γενική των αυτοκινούμενων των αυτοκινούμενων των αυτοκινούμενων
    αιτιατική τους αυτοκινούμενους τις αυτοκινούμενες τα αυτοκινούμενα
     κλητική αυτοκινούμενοι αυτοκινούμενες αυτοκινούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοκινούμενος < αυτο- + κινούμενος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική automotive)

αυτοκινούμενος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία