πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοκίνηση οι αυτοκινήσεις
      γενική της αυτοκίνησης* των αυτοκινήσεων
    αιτιατική την αυτοκίνηση τις αυτοκινήσεις
     κλητική αυτοκίνηση αυτοκινήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοκινήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτοκίνηση θηλυκό

  1. κίνηση που δίνεται από εγγενείς δυνάμεις, χωρίς εξωτερική ώθηση
  2. οτιδήποτε σχετίζεται με τα αυτοκίνητα

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αυτοκίνηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)