πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγγενής η εγγενής το εγγενές
      γενική του εγγενούς* της εγγενούς του εγγενούς
    αιτιατική τον εγγενή την εγγενή το εγγενές
     κλητική εγγενή(ς) εγγενής εγγενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγγενείς οι εγγενείς τα εγγενή
      γενική των εγγενών των εγγενών των εγγενών
    αιτιατική τους εγγενείς τις εγγενείς τα εγγενή
     κλητική εγγενείς εγγενείς εγγενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

εγγενής

  1. χαρακτηρισμός μιας ιδιότητας ή κατάστασης που υπάρχει από τη γέννηση ή εξαιτίας της ίδιας της φύσης του αντικειμένου υπό συζήτηση
      το εγχείρημα παρουσιάζει εγγενείς αδυναμίες
      [...], αυτοί οι ασθενείς μπορεί να αρρωστήσουν σοβαρά λόγω εγγενών γενετικών σφαλμάτων του ίδιου οργανισμού τους και λόγω παραγωγής αυτοαντισωμάτων [1]
  2. που απαιτεί τη συμμετοχή δύο φύλων
    εγγενής πολλαπλασιασμός
  3. (πληροφορική) native: εγγενές λογισμικό, το λογισμικό για συγκεκριμένο λειτουργικό σύστημα
      ενδέχεται να μην βρείτε εγγενείς οδηγούς συσκευών των Windows 10

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία