εγγενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εγγενής | η | εγγενής | το | εγγενές |
γενική | του | εγγενούς* | της | εγγενούς | του | εγγενούς |
αιτιατική | τον | εγγενή | την | εγγενή | το | εγγενές |
κλητική | εγγενή(ς) | εγγενής | εγγενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εγγενείς | οι | εγγενείς | τα | εγγενή |
γενική | των | εγγενών | των | εγγενών | των | εγγενών |
αιτιατική | τους | εγγενείς | τις | εγγενείς | τα | εγγενή |
κλητική | εγγενείς | εγγενείς | εγγενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εγγενής < αρχαία ελληνική ἐγγενής < ἐν + γένος
Επίθετο
επεξεργασία
εγγενής
- χαρακτηρισμός μιας ιδιότητας ή κατάστασης που υπάρχει από τη γέννηση ή εξαιτίας της ίδιας της φύσης του αντικειμένου υπό συζήτηση
- ⮡ το εγχείρημα παρουσιάζει εγγενείς αδυναμίες
- ※ [...], αυτοί οι ασθενείς μπορεί να αρρωστήσουν σοβαρά λόγω εγγενών γενετικών σφαλμάτων του ίδιου οργανισμού τους και λόγω παραγωγής αυτοαντισωμάτων [1]
- που απαιτεί τη συμμετοχή δύο φύλων
- εγγενής πολλαπλασιασμός
- (πληροφορική) native: εγγενές λογισμικό, το λογισμικό για συγκεκριμένο λειτουργικό σύστημα
- ⮡ ενδέχεται να μην βρείτε εγγενείς οδηγούς συσκευών των Windows 10
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ (ΤΑ ΝΕΑ) Μόσιαλος : Γιατί o κοροναϊός «προτιμά» τους άνδρες. Πρόσβαση 2020-10-04.