ώθηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ώθηση | οι | ωθήσεις |
γενική | της | ώθησης & ωθήσεως |
των | ωθήσεων |
αιτιατική | την | ώθηση | τις | ωθήσεις |
κλητική | ώθηση | ωθήσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ώθηση < ελληνιστική κοινή ὤθησις < αρχαία ελληνική ὠθέω / ὠθῶ
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ώθηση θηλυκό
- το σπρώξιμο, η πράξη του ωθώ
- (μεταφ.) η παρακίνηση, το κίνητρο
- (φυσική) το διανυσματικό μέγεθος που ισούται με το γινόμενο της δύναμης επί τον χρόνο που αυτή ασκείται· έχει τις ίδιες μονάδες μέτρησης με την ορμή
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- ώθηση στη Βικιπαίδεια