Ουσιαστικό

επεξεργασία

oomph (en) (μη μετρήσιμο)

  • (ανεπίσημο) η ζωηρότητα, ζωή και ενέργεια
    ⮡  His movements, his look, and the way he spoke had an impressive oomph for his age.
    Οι κινήσεις του, το βλέμμα του και ο τρόπος που μιλούσε είχαν μια ζωηρότητα εντυπωσιακή για την ηλικία του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness