ζωηρότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζωηρότητα | οι | ζωηρότητες |
γενική | της | ζωηρότητας | των | ζωηροτήτων |
αιτιατική | τη | ζωηρότητα | τις | ζωηρότητες |
κλητική | ζωηρότητα | ζωηρότητες | ||
Συνήωθς στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζωηρότητα < καθαρεύουσα ζωηρότης < (ελληνιστική κοινή) ζωηρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζωηρότητα θηλυκό
- η ζωηράδα, η ζωντάνια, το στοιχείου του σφρίγους, του ακμαίου, της έντασης που δηλώνει υγεία, δύναμη, ζωή, συνοδευόμενη συχνά και από κίνηση
- (μεταφορικά) η τσαχπινιά, η αταξία