ζωντάνια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζωντάνια | οι | ζωντάνιες |
γενική | της | ζωντάνιας | — | |
αιτιατική | τη | ζωντάνια | τις | ζωντάνιες |
κλητική | ζωντάνια | ζωντάνιες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /zɔ.ˈnda.ɲa/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ζωντάνια θηλυκό, μόνο στον ενικό
- το να είναι κάποιος ζωντανός, να έχει δηλαδή μια ενεργητικότητα, μια έντονη δραστηριότητα
- ζωηράδα, ζωηρότητα, φρεσκάδα
- (μεταφορικά) το να φαίνεται κάτι σαν ζωντανό και παραστατικό, να προκαλεί έντονη εντύπωση