σφρίγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σφρίγος | τα | σφρίγη |
γενική | του | σφρίγους | των | σφριγών |
αιτιατική | το | σφρίγος | τα | σφρίγη |
κλητική | σφρίγος | σφρίγη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σφρίγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφρῖγος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsfɾi.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφρί‐γος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφρίγος ουδέτερο