Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σφριγηλός
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικές λέξεις
1.3.2
Συνώνυμα
1.3.3
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
πτώση
ενικός
ονομαστική
σφριγηλ
ός
σφριγηλ
ή
σφριγηλ
ό
γενική
σφριγηλ
ού
σφριγηλ
ής
σφριγηλ
ού
αιτιατική
σφριγηλ
ό
σφριγηλ
ή
σφριγηλ
ό
κλητική
σφριγηλ
έ
σφριγηλ
ή
σφριγηλ
ό
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
σφριγηλ
οί
σφριγηλ
ές
σφριγηλ
ά
γενική
σφριγηλ
ών
σφριγηλ
ών
σφριγηλ
ών
αιτιατική
σφριγηλ
ούς
σφριγηλ
ές
σφριγηλ
ά
κλητική
σφριγηλ
οί
σφριγηλ
ές
σφριγηλ
ά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
σφριγηλός
<
σφρίγος
+
-ηλός
<
ελληνιστική κοινή
σφρίγος
Προφορά
Επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
sfɾi.ɣi.ˈlɔs
/
Επίθετο
Επεξεργασία
σφριγηλός, -ή, -ό
(
λόγιο
) που έχει
σφρίγος
, σωματική και πνευματική
ακμή
και
δύναμη
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
σφριγηλότητα
σφρίγος
Συνώνυμα
Επεξεργασία
ακμαίος
ζωηρός
θαλερός
κοτσονάτος
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
σφριγηλός
αγγλικά
:
peppy
(en)
,
hale
(en)