θαλερός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θαλερός | η | θαλερή | το | θαλερό |
γενική | του | θαλερού | της | θαλερής | του | θαλερού |
αιτιατική | τον | θαλερό | τη | θαλερή | το | θαλερό |
κλητική | θαλερέ | θαλερή | θαλερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θαλεροί | οι | θαλερές | τα | θαλερά |
γενική | των | θαλερών | των | θαλερών | των | θαλερών |
αιτιατική | τους | θαλερούς | τις | θαλερές | τα | θαλερά |
κλητική | θαλεροί | θαλερές | θαλερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θαλερός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θαλερός[1]
Επίθετο
επεξεργασίαθαλερός
Μεταφράσεις
επεξεργασία θαλερός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ θαλερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θαλερός < θάλλω
Επίθετο
επεξεργασίαθαλερός, -ά, -όν