↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θαλερός η θαλερή το θαλερό
      γενική του θαλερού της θαλερής του θαλερού
    αιτιατική τον θαλερό τη θαλερή το θαλερό
     κλητική θαλερέ θαλερή θαλερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θαλεροί οι θαλερές τα θαλερά
      γενική των θαλερών των θαλερών των θαλερών
    αιτιατική τους θαλερούς τις θαλερές τα θαλερά
     κλητική θαλεροί θαλερές θαλερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θαλερός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θαλερός[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

θαλερός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
θαλερός < θάλλω

  Επίθετο

επεξεργασία

θαλερός, -ά, -όν

  1. ανθηρός, ζωηρός, ακμαίος, άφθονος, πλούσιος, ισχυρός
  2. βαθύς
  3. βαρύς