-ηλός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -ηλός | η | -ηλή | το | -ηλό |
γενική | του | -ηλού | της | -ηλής | του | -ηλού |
αιτιατική | τον | -ηλό | τη(ν) | -ηλή | το | -ηλό |
κλητική | -ηλέ | -ηλή | -ηλό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -ηλοί | οι | -ηλές | τα | -ηλά |
γενική | των | -ηλών | των | -ηλών | των | -ηλών |
αιτιατική | τους | -ηλούς | τις | -ηλές | τα | -ηλά |
κλητική | -ηλοί | -ηλές | -ηλά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ηλός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ηλός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -η‐λός
Επίθημα
επεξεργασία-ηλός, -ή, -ό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- -ηλός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | -ηλός | ἡ | -ηλή & -ηλός |
τὸ | -ηλόν |
γενική | τοῦ | -ηλοῦ | τῆς | -ηλῆς & -ηλοῦ |
τοῦ | -ηλοῦ |
δοτική | τῷ | -ηλῷ | τῇ | -ηλῇ & -ηλῷ |
τῷ | -ηλῷ |
αιτιατική | τὸν | -ηλόν | τὴν | -ηλήν & -ηλόν |
τὸ | -ηλόν |
κλητική ὦ! | -ηλέ | -ηλή & -ηλέ |
-ηλόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | -ηλοί | αἱ | -ηλαί & -ηλοί |
τὰ | -ηλᾰ́ |
γενική | τῶν | -ηλῶν | τῶν | -ηλῶν & -ηλῶν |
τῶν | -ηλῶν |
δοτική | τοῖς | -ηλοῖς | ταῖς | -ηλαῖς & -ηλοῖς |
τοῖς | -ηλοῖς |
αιτιατική | τοὺς | -ηλούς | τὰς | -ηλᾱ́ς & -ηλούς |
τὰ | -ηλᾰ́ |
κλητική ὦ! | -ηλοί | -ηλαί & -ηλοί |
-ηλᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -ηλώ | τὼ | -ηλᾱ́ & -ηλώ |
τὼ | -ηλώ |
γεν-δοτ | τοῖν | -ηλοῖν | τοῖν | -ηλαῖν & -ηλοῖν |
τοῖν | -ηλοῖν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'σπαρτός' όπως «σπαρτός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ηλός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-lo- επαυξημένο με το φωνήεν -η-. Συχνά, η επαύξηση αυτή προέρχεται από συνηρημένα ρήματα, οπότε έχουμε προσαρμογές με συναιρέσεις όπως σιωπάω < σιωπα- + -αλός < σιωπ + -ηλός ή -έω > ε-ελός < -ηλός. Το επίθημα, αυτονομήθηκε αργότερα σε απευθείας -ηλός όπως στο χαμηλός. [1]
Επίθημα
επεξεργασία-ηλός, -ή, -όν ή -ός, -ός, -όν
- παραγωγικό επίθημα επιθέτων που δηλώνει ιδιότητα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ -ηλός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.