επαύξηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επαύξηση | οι | επαυξήσεις |
γενική | της | επαύξησης* | των | επαυξήσεων |
αιτιατική | την | επαύξηση | τις | επαυξήσεις |
κλητική | επαύξηση | επαυξήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαυξήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επαύξηση < αρχαία ελληνική ἐπαύξησις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπαύξηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επαυξάνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία επαύξηση