Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
augmentation augmentations

augmentation (en)

  1. αυξητική, αύξηση
  2. ενίσχυση, υπερτόνιση, υπερτονισμός, έμφαση, τονισμός