augmentation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- augmentation < (κληρονομημένο) μέση αγγλική augmentation < παλαιά γαλλική augmentacion < λατινική augmentatio
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
augmentation | augmentations |
augmentation (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- augmentation < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
augmentation | augmentations |
augmentation (fr) θηλυκό
- η αύξηση