υπερτονισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υπερτονισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υπερτονίζω, ο υπερβολικός τονισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπερτονισμός