Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπερτονισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
υπερτονισμ
ός
οι
υπερτονισμ
οί
γενική
του
υπερτονισμ
ού
των
υπερτονισμ
ών
αιτιατική
τον
υπερτονισμ
ό
τους
υπερτονισμ
ούς
κλητική
υπερτονισμ
έ
υπερτονισμ
οί
Ο
πληθυντικός
είναι
δύσχρηστος
.
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
υπερτονισμός
<
υπερ-
+
τονισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υπερτονισμός
αρσενικό
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
υπερτονίζω
, ο
υπερβολικός
τονισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπερτονισμός
αγγλικά
:
augmentation
(en)
γαλλικά
:
augmentation
(fr)