δύσχρηστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δύσχρηστος < αρχαία ελληνική δύσχρηστος
Επίθετο
επεξεργασίαδύσχρηστος
- που δεν είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί ή είναι εύκολο αλλά παρουσιάζει πιθανή επικινδυνότητα ή προβλήματα σε εφαρμογές και καταλήγει δύσχρηστο επειδή ακριβώς είναι δύσκολο να αποτρέψεις τους δευτερογενείς κινδύνους ή τα προβλήματα
- ο γερανός φαίνεται δύσχρηστο και επικίνδυνο μηχάνημα, αλλά αν έχεις εκπαιδευτεί στους χειρισμούς και έχεις βασικές γνώσεις...
- είναι καινούργιο κι ακριβό και όμορφο κινητό, αλλά ακούω ότι είναι δυσχρηστο
- πρωτοποριακό λογισμικό αλλά δύσχρηστο
- (κατ’ επέκταση) που χρησιμοποιείται σπάνια
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαδύσχρηστος < δυσ- + αρχαία ελληνική χρηστός < αοριστικό θέμα χρησ- του χρῶμαι + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαδύσχρηστος
- που δεν είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί