σπάνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπάνια < σπάνιος
Επίρρημα
επεξεργασίασπάνια
- σε σπάνιες περιπτώσεις
- Συνώνυμα: σπανίως, αραιά και που
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασπάνια (el)
- η, την, ε σπάνια: ονομαστική, αιτιατική, κλητική κλίση θηλυκού στον ενικό αριθμό του επιθέτου ο σπάνιος
- τα, ε σπάνια: ονομαστική, αιτιατική, κλητική κλίση ουδετέρου στον πληθυντικό αριθμό του επιθέτου ο σπάνιος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του σπάνιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σπάνιος