Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπανίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπανίως < σπάνι(ος) + -ως.

  Επίρρημα επεξεργασία

σπανίως

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπανίως < σπάνι(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

σπανίως, συγκριτικός:σπανιώτερον/σπανιαίτερον, υπερθετικός: σπανιώταταζ/σπανιαίτατα

  Πηγές επεξεργασία