έμφαση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έμφαση | οι | εμφάσεις |
γενική | της | έμφασης & εμφάσεως |
των | εμφάσεων |
αιτιατική | την | έμφαση | τις | εμφάσεις |
κλητική | έμφαση | εμφάσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- έμφαση < αρχαία ελληνική ἔμφασις < ἐμφαίνω < ἐν + φαίνω
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
έμφαση θηλυκό
- η ιδιαίτερη προσοχή ή βαρύτητα που αποδίδει κάποιος σε κάτι και γενικά η ιδιαίτερη σημασία που δίνει σε αυτό