• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

έμφαση

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έμφαση οι εμφάσεις
      γενική της έμφασης
& εμφάσεως
των εμφάσεων
    αιτιατική την έμφαση τις εμφάσεις
     κλητική έμφαση εμφάσεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

έμφαση < αρχαία ελληνική ἔμφασις < ἐμφαίνω < ἐν + φαίνω

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɛɱ.fa.si/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

έμφαση θηλυκό

  • η ιδιαίτερη προσοχή ή βαρύτητα που αποδίδει κάποιος σε κάτι και γενικά η ιδιαίτερη σημασία που δίνει σε αυτό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • εμφαντικά
  • εμφαντικός
  • εμφαντικώς
  • εμφατικά
  • εμφατικός
  • εμφατικώς

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    έμφαση
  • αγγλικά : emphasis (en)
  • γαλλικά : emphase (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=έμφαση&oldid=4863701"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 05:46

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 05:46.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie