ἔμφασις
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἔμφασις < ἐμφαίνω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἔμφασις θηλυκό (ελληνιστική)
- η εικόνα, η αντανάκλαση σε νερό ή καθρέφτη, η εμφάνιση
- η εκδήλωση, το επιφανειακό, τα φαινόμενα
- νόημα, σημασία
- υπαινιγμός
- (η σημερινή σημασία της έμφασης προήλθε μάλλον από τις έννοιες του εμφαίνω και του εμφαντικός)