Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπαινιγμός οι υπαινιγμοί
      γενική του υπαινιγμού των υπαινιγμών
    αιτιατική τον υπαινιγμό τους υπαινιγμούς
     κλητική υπαινιγμέ υπαινιγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπαινιγμός < υπαινίσσομαι + -μός < αρχαία ελληνική ὑπαινίσσομαι < αἰνίσσομαι < αἶνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπαινιγμός αρσενικό

  1. λόγος που αναφέρεται έμμεσα σε ένα θέμα και χωρίς να το λέει καθαρά, ωστόσο υπονοεί κάτι
     συνώνυμα: υπονοούμενο
  2. λόγος που κάνει μια απλή αναφορά σε ένα θέμα
     συνώνυμα: νύξη

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία