εμφαντικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμφαντικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμφαντικός[1] < αρχαία ελληνική ἐμφαίνω < ἐν + φαίνω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eɱ.fan.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐φα‐ντι‐κός
- παλιότερος συλλαβισμός : εμ‐φαν‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
εμφαντικός
- (λόγιο) που εμφαίνει
- (σπάνιο) άλλη μορφή του εμφατικός
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις εμφαίνω και φαίνομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμφαντικός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εμφαντικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας