Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμφατικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εμφατικ
ός
η
εμφατικ
ή
το
εμφατικ
ό
γενική
του
εμφατικ
ού
της
εμφατικ
ής
του
εμφατικ
ού
αιτιατική
τον
εμφατικ
ό
την
εμφατικ
ή
το
εμφατικ
ό
κλητική
εμφατικ
έ
εμφατικ
ή
εμφατικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εμφατικ
οί
οι
εμφατικ
ές
τα
εμφατικ
ά
γενική
των
εμφατικ
ών
των
εμφατικ
ών
των
εμφατικ
ών
αιτιατική
τους
εμφατικ
ούς
τις
εμφατικ
ές
τα
εμφατικ
ά
κλητική
εμφατικ
οί
εμφατικ
ές
εμφατικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμφατικός
<
αρχαία ελληνική
ἐμφατικός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
eɱ.fa.tiˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
εμφατικός
που υπογραμμίζει, που εκφράζει με
έμφαση
ένα μέρος μιας
πρότασης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμφατικός
αγγλικά
:
emphatic
(en)
γαλλικά
:
emphatique
(fr)
ισπανικά
:
enfático
(es)
καταλανικά
:
emfàtic
(ca)
ρουμανικά
:
emfatic
(ro)
τσεχικά
:
emfatický
(cs)