δηλωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δηλωτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
δηλωτικός -ή -ό
- που έχει την ιδιότητα να δηλώνει, να φανερώνει κάτι για κάποιο θέμα
- αυτή η ενέργεια είναι δηλωτική των προθέσεών του
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δηλωτικός