Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δηλωτικός η δηλωτική το δηλωτικό
      γενική του δηλωτικού της δηλωτικής του δηλωτικού
    αιτιατική τον δηλωτικό τη δηλωτική το δηλωτικό
     κλητική δηλωτικέ δηλωτική δηλωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δηλωτικοί οι δηλωτικές τα δηλωτικά
      γενική των δηλωτικών των δηλωτικών των δηλωτικών
    αιτιατική τους δηλωτικούς τις δηλωτικές τα δηλωτικά
     κλητική δηλωτικοί δηλωτικές δηλωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δηλωτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

δηλωτικός -ή -ό

  • που έχει την ιδιότητα να δηλώνει, να φανερώνει κάτι για κάποιο θέμα
    αυτή η ενέργεια είναι δηλωτική των προθέσεών του

  Μεταφράσεις επεξεργασία