Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδεικτικός η ενδεικτική το ενδεικτικό
      γενική του ενδεικτικού της ενδεικτικής του ενδεικτικού
    αιτιατική τον ενδεικτικό την ενδεικτική το ενδεικτικό
     κλητική ενδεικτικέ ενδεικτική ενδεικτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδεικτικοί οι ενδεικτικές τα ενδεικτικά
      γενική των ενδεικτικών των ενδεικτικών των ενδεικτικών
    αιτιατική τους ενδεικτικούς τις ενδεικτικές τα ενδεικτικά
     κλητική ενδεικτικοί ενδεικτικές ενδεικτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδεικτικός < ελληνιστική κοινή ἐνδεικτικός

  Επίθετο επεξεργασία

ενδεικτικός

  1. που μας δίνει ενδείξεις, που υποδεικνύει κάτι
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ενδεικτικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία