εμφατικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμφατικώς < ελληνιστική κοινή ἐμφατικῶς < ἐμφατικός < αρχαία ελληνική ἐμφαίνω < φαίνω
Επίρρημα επεξεργασία
εμφατικώς
- (λόγιο) άλλη μορφή του εμφατικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμφατικώς
|