accroissement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- accroissement < accroître
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kʁwas.mɑ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
accroissement | accroissements |
accroissement (fr) αρσενικό
- η αύξηση
- ≈ συνώνυμα: diminution, perte
- (νομικός όρος) δικαίωμα επιστροφής ενός αντικειμένου στον προηγούμενο κάτοχό του
- (παρωχημένο) το μεγάλωμα (φυτών και ζώων)