Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

accroissement < accroître

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kʁwas.mɑ̃/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
accroissement accroissements

accroissement (fr) αρσενικό

  1. η αύξηση
     συνώνυμα: diminution, perte
  2. (νομικός όρος) δικαίωμα επιστροφής ενός αντικειμένου στον προηγούμενο κάτοχό του
  3. (παρωχημένο) το μεγάλωμα (φυτών και ζώων)

Συγγενικά επεξεργασία