accrue
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
accrue | accrues |
Ουσιαστικό επεξεργασία
accrue (fr) θηλυκό
- (νομικός όρος) αύξηση της επιφάνειας ενός χωραφιού χάρη στην απομάκρυνση των υδάτων που το κάλυπταν
ενικός | πληθυντικός |
accrue | accrues |
accrue (fr) θηλυκό