accroître
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
accroître (fr)
- αυξάνω, επιτείνω, αβγατίζω
- πολλαπλασιάζω
- (νομικός όρος) επανέρχομαι στην κατοχή κάποιου
- ≈ συνώνυμα: bénéficier, échoir
Συγγενικά επεξεργασία
Άλλες γραφές επεξεργασία
- (ορθογραφία του 1990) accroitre