• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

étendre

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συγγενικά

Γαλλικά (fr)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
étendre < παλαιά γαλλική estendre < λατινική extendere < extendo

Προφορά

επεξεργασία
ⓘ  (βοήθεια·αρχείο)

Ρήμα

επεξεργασία

étendre (fr)

  1. απλώνω
  2. επεκτείνω, διευρύνω, ευρύνω
  3. στρώνω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • étendu - étendue
  • étendue
  • extenseur
  • extensibilité
  • extensible
  • extensif - extensive
  • extension
  • extensionalité
  • extensionnel - extensionnelle
  • in extenso
  • extensomètre
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=étendre&oldid=6693575"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Απριλίου 2024, στις 14:55

Γλώσσες

    • Čeština
    • Dansk
    • Deutsch
    • English
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Bahasa Indonesia
    • Ido
    • Italiano
    • 日本語
    • 한국어
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Polski
    • Português
    • Română
    • Sängö
    • Svenska
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Απριλίου 2024, στις 14:55.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας