Ετυμολογία

επεξεργασία
extensible < extend

  Επίθετο

επεξεργασία

extensible (en)

  1. που μπορεί να επιμηκυνθεί
  2. επεκτάσιμος

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
extensible extensibles

  Επίθετο

επεξεργασία

extensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. εκτατός

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη étendre