extensible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- extensible < extend
Επίθετο
επεξεργασίαextensible (en)
- που μπορεί να επιμηκυνθεί
- επεκτάσιμος
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
extensible | extensibles |
Επίθετο
επεξεργασίαextensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη étendre