Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας extend
γ΄ ενικό ενεστώτα extends
αόριστος extended
παθητική μετοχή extended
ενεργητική μετοχή extending

  Ρήμα επεξεργασία

extend (en)

  1. επεκτείνω
  2. παρατείνω
  3. εκτείνω, τεντώνω (το χέρι ή το πόδι)
  4. (μεταβατικό) τείνω, προτείνω, απλώνω να πιάσω
    I extend my hand to someone - τείνω το χέρι σε κάποιον
     συνώνυμα: → δείτε τον όρο reach out