ενεστώτας lengthen
γ΄ ενικό ενεστώτα lengthens
αόριστος lengthened
παθητική μετοχή lengthened
ενεργητική μετοχή lengthening

  Ετυμολογία

επεξεργασία
lengthen < length + -en

lengthen (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • μακραίνω, επιμηκύνω, παρατείνω
    ⮡  Lengthen your skirt a little further, so that it covers your knees.
    Μάκρυνε λίγο ακόμα τη φούστα σου, για να σκεπάζει τα γόνατα.
    ⮡  Healthy nutrition lengthens one’s life.
    Η υγιεινή διατροφή επιμηκύνει τη ζωή.
    ⮡  The metro line will be lengthened by kilometers.
    Η γραμμή του μετρό θα επιμηκυνθεί κατά χιλιόμετρα.
    ⮡  We see the working life continually lengthening and pensions continually shrinking.
    Βλέπουμε ο εργάσιμος βίος συνεχώς να επιμηκύνεται και οι συντάξεις συνεχώς να συρρικνώνονται.
    ⮡  I lengthened my stay for a week.
    Παράτεινα την παραμονή μου μια βδομάδα.

Συνώνυμα

επεξεργασία