Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pi.miˈci.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιμηκύνω

επιμηκύνω, πρτ.: επιμήκυνα, αόρ.: επιμήκυνα, παθ.φωνή: επιμηκύνομαι, π.αόρ.: επιμηκύνθηκα

  1. αυξάνω το μέγεθος ενός σώματος, το κάνω πιο μακρύ
  2. αυξάνω ένα χρονικό διάστημα

Μεταφράσεις

επεξεργασία