ενεστώτας expand
γ΄ ενικό ενεστώτα expands
αόριστος expanded
παθητική μετοχή expanded
ενεργητική μετοχή expanding

expand (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) απλώνω, επεκτείνω, διαστέλλω, διευρύνω, κάνω κάτι μεγαλύτερο σε μέγεθος, αριθμό ή σημασία· γίνομαι μεγαλύτερος σε μέγεθος, αριθμό ή σημασία
    ⮡  The river expands and forms a lake.
    Ο ποταμός απλώνεται και σχηματίζει λίμνη.
    ⮡  The stain expanded.
    Ο λεκές άπλωσε.
    ⮡  Our foreign trade has expanded lately.
    Το εξωτερικό μας εμπόριο έχει επεκταθεί τελευταία.
    ⮡  The goal of this fund is to achieve the improved, expanded, and viable use of basic social and economic services.
    Ο στόχος του ταμείου αυτού είναι να επιτύχει τη βελτιωμένη, επεκτεταμένη και βιώσιμη χρήση βασικών κοινωνικών και οικονομικών υπηρεσιών.
    ⮡  Metals expand when they heat up.
    Τα μέταλλα διαστέλλονται όταν θερμανθούν.
    ⮡  an expanded role/schedule - διευρυμένος ρόλος/ωράριο
    ⮡  The President’s power must be expanded.
    Πρέπει να διευρυνθεί η εξουσία του Πρόεδρου.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) επεκτείνω, απλώνω, για επιχείρηση
    ⮡  He decided to expand his operations.
    Αποφάσισε να επεκτείνει τις επιχειρήσεις του.
    ⮡  Our company is continually expanding.
    Η εταιρεία μας διαρκώς απλώνεται.
     συνώνυμα: extend

Παράγωγα

επεξεργασία