διαστέλλω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διαστέλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαστέλλω < δια- + στέλλω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯aˈste.lo/ και /ðʝaˈste.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐στέλ‐λω
Ρήμα
επεξεργασία
διαστέλλω, πρτ.: διέστελλα, στ.μέλλ.: θα διαστείλω, αόρ.: διέστειλα, παθ.φωνή: διαστέλλομαι, π.αόρ.: διαστάλθηκα/διεστάλη3o, μτχ.π.π.: διεσταλμένος
- (φυσική) προκαλώ διαστολή σε κάποιο υλικό, μεγαλώνω την απόσταση των στοιχείων του μεταξύ τους, εκτείνω στο χώρο, διογκώνω, αυξάνω τις διαστάσεις ενός σώματος με αύξηση της θερμοκρασίας του, χωρίς να μεταβάλλω τη σύσταση ή τη φύση του
- (μεταφορικά) διευρύνω
- ξεχωρίζω, διακρίνω
Συγγενικά
επεξεργασία
θέμα δια-στελ- |
θέμα δια-στολ- |
θέμα δια-σταλ- |
Κλίση
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- διαστέλλω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαστέλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.