Δείτε επίσης: ἐκτείνω, εντείνω, επεκτείνω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκτείνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκτείνω < ἐκ- + τείνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈkti.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κτεί‐νω
παλιότερος συλλαβισμός: εκ‐τεί‐νω

εκτείνω, αόρ.: εξέτεινα, παθ.φωνή: εκτείνομαι, π.αόρ.: εκτάθηκα, μτχ.π.π.: εκτεταμένος

  1. απλώνω, εξαπλώνω, επεκτείνω
  2. (γραμματική, για φωνήεν) υφίσταμαι έκταση, μεταβάλλομαι ή έχω μεταβληθεί από βραχύ σε μακρό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τείνω

→ λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία