εκτείνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκτείνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκτείνω < ἐκ- + τείνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈkti.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κτεί‐νω
- παλιότερος συλλαβισμός : εκ‐τεί‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαεκτείνω, αόρ.: εξέτεινα, παθ.φωνή: εκτείνομαι, π.αόρ.: εκτάθηκα, μτχ.π.π.: εκτεταμένος
- απλώνω, εξαπλώνω, επεκτείνω
- (γραμματική, για φωνήεν) υφίσταμαι έκταση, μεταβάλλομαι ή έχω μεταβληθεί από βραχύ σε μακρό
Συγγενικά
επεξεργασία- έκταση
- εκτατικός
- εκτενής
- εκτεταμένος
- επεκτείνω & συγγενικά
- προεκτείνω & συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη τείνω
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απλώνω