short
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | short |
συγκριτικός | shorter |
υπερθετικός | shortest |
short (en)
- κοντός, μικρός, βραχύς, σε μήκος ή απόσταση
- κοντός, για το ύψος ενός ατόμου
- σύντομος, μικρός, λίγος, μικρό χρονικό διάστημα ή λιγότερο από το συνηθισμένο
- ↪ The police didn’t like his short answer.
- Η σύντομη απάντησή του δεν άρεσε στους αστυνομικούς.
- ↪ It’s a short period.
- Είναι μια μικρή περίοδος.
- ↪ He is reading the two short chapters of his book.
- Διαβάζει τα δύο μικρά κεφάλαια του βιβλίου του.
- ↪ for a short time - για λίγο καιρό
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη brief
- ≠ αντώνυμα: long
- ↪ The police didn’t like his short answer.
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) ελλειμματικός, έλλειμμα, μου λείπει κάτι, δεν μου φτάνει κάτι ή είμαι χωρίς κάτι
- ↪ short change - ελλειμματικά ρέστα
- ↪ The apples are 50 grams short./I am 50 grams short of/on apples.
- Τα μήλα είναι 50 γραμμάρια έλλειμμα./Μου λείπουν 50 γραμμάρια μήλα.
- ↪ The change is 20 cents short.
- Λείπουν 20 λεπτά ευρώ από τα ρέστα.
- ↪ I’m still 50 euros short.
- Μου λείπουν ακόμα 50 ευρώ.
- (ανεπίσημο) μου λείπει κάτι, δεν έχω αρκετή μιας ιδιότητας
- ↪ He is short on intelligence.
- Του λείπει η ευφυΐα.
- ↪ He is short on intelligence.
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) μου λείπει κάτι, που δεν είναι εύκολα διαθέσιμο ή δεν παρέχει όσο χρειάζεται
- ↪ I am short on money.
- Μου λείπονται χρήματα.
- ↪ I am short on money.
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) μου λείπει κάτι, μικρότερο από τον αριθμό, το ποσό ή την απόσταση που αναφέρεται ή απαιτείται
- ↪ It is an inch short of regulation length.
- Λείπει μια ίντσα από το κανονικό μάκρος.
- ↪ It is an inch short of regulation length.
- (short for) για συντομία, συντομευμένη μορφή μιας λέξης
- ↪ Robert, Bob for short.
- Ροβέρτος, και για συντομία Μπομπ.
- ↪ Robert, Bob for short.
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) απότομος, κοφτός, για ένα άτομο που μιλάει σε κάποιον με λίγα λόγια με τρόπο που φαίνεται αγενής
- ↪ He was very short with me.
- Ήταν πολύ απότομος/κοφτός μαζί μου.
- ↪ He was very short with me.
- (φωνητική) βραχύς
- ↪ a short vowel/a short syllable - βραχύ φωνήεν/βραχεία συλλαβή
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαshort (en) (χωρίς παραθετικά)
- λείπω, όχι όσο χρειάζομαι ή περιμένω
- ↪ We are running short on cash.
- Αρχίζει να μας λείπει το ρευστό.
- ↪ We are running short on cash.
- απότομα, γρήγορα
- ↪ They had to stop short to avoid hitting the dog in the street.
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ They had to stop short to avoid hitting the dog in the street.
- σύντομα
- ↪ The boss got a message and cut the meeting short.
- χωρίς να έχει κάποιος γνώση μιας εξέλιξης
- ↪ The recent developments at work caught them short.
- χωρίς να επιτευχθεί κάποιος στόχος
- ↪ His speech fell short of what was expected.
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ His speech fell short of what was expected.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαshort (en)
- (ανεπίσημο) το βραχυκύκλωμα
- → και δείτε τη λέξη shorts
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- short (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- short (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- short (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- short (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 497. ISBN 9780194325684., λήμμα: λείπω