Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός short
συγκριτικός shorter
υπερθετικός shortest

short (en)

  1. κοντός, μικρός, βραχύς, σε μήκος ή απόσταση
    ⮡  She cut her hair short.
    Έκοψε τα μαλλιά της κοντά.
    ⮡  a short distance - μια μικρή απόσταση
    ⮡  short waves - βραχέα κύματα
     αντώνυμα: long
  2. κοντός, για το ύψος ενός ατόμου
    ⮡  a short man - κοντός άντρας
    ⮡  a short woman - κοντή γυναίκα
     αντώνυμα: tall
  3. σύντομος, μικρός, λίγος, μικρό χρονικό διάστημα ή λιγότερο από το συνηθισμένο
    ⮡  The police didn’t like his short answer.
    Η σύντομη απάντησή του δεν άρεσε στους αστυνομικούς.
    ⮡  It’s a short period.
    Είναι μια μικρή περίοδος.
    ⮡  He is reading the two short chapters of his book.
    Διαβάζει τα δύο μικρά κεφάλαια του βιβλίου του.
    ⮡  for a short time - για λίγο καιρό
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη brief
     αντώνυμα: long
  4. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) για μια χρονική περίοδο που φαίνεται να έχει περάσει πολύ γρήγορα
    ⮡  Just two short years ago he was the best player in the country.
    Μόλις πριν από δύο χρόνια ήταν ο καλύτερος παίκτης στη χώρα.
  5. (όχι πριν από το ουσιαστικό) μείον, μου λείπει κάτι, δεν μου φτάνει κάτι ή είμαι χωρίς κάτι· δεν είναι εύκολα διαθέσιμο· δεν έχει αυτό που μου αξίζει
    ⮡  This month I’m short twenty thousand./This month I’m twenty thousand short.
    Αυτό το μήνα είμαι μείον είκοσι χιλιάδες.
    ⮡  I am short (on money) this money.
    Μου λείπονται χρήματα αυτό το μήνα.
    ⮡  I am 50 grams short of/on apples.
    Μου λείπουν 50 γραμμάρια μήλα.
    ⮡  The change is 20 cents short.
    Λείπουν 20 λεπτά ευρώ από τα ρέστα.
    ⮡  I’m still 50 euros short.
    Μου λείπουν ακόμα 50 ευρώ.
  6. (ανεπίσημο) μου λείπει κάτι, δεν έχω αρκετή μιας ιδιότητας
    ⮡  He is short on intelligence.
    Του λείπει η ευφυΐα.
  7. (όχι πριν από το ουσιαστικό) μείον, μου λείπει κάτι, μικρότερο από τον αριθμό, το ποσό ή την απόσταση που αναφέρεται ή απαιτείται
    ⮡  The team is going to the final short three key players.
    Η ομάδα πηγαίνει στον τελικό με τρεις βασικούς παίκτες μείον.
    ⮡  It is an inch short of regulation length.
    Λείπει μια ίντσα από το κανονικό μάκρος.
  8. (short of breath) λαχανιασμένος
    ⮡  He reached the top short of breath.
    Έφτασε στην κορυφή λαχανιασμένος.
     συνώνυμα: out of breath
  9. (short for ή for short) για συντομία, συντομευμένη μορφή μιας λέξης
    ⮡  Bob, short for Robert./Robert, Bob for short.
    Ροβέρτος, και για συντομία Μπομπ.
  10. (όχι πριν από το ουσιαστικό) απότομος, κοφτός, για ένα άτομο που μιλάει σε κάποιον με λίγα λόγια με τρόπο που φαίνεται αγενής
    ⮡  He was very short with me.
    Ήταν πολύ απότομος/κοφτός μαζί μου.
  11. (φωνητική) βραχύς
    ⮡  a short vowel/a short syllable - βραχύ φωνήεν/βραχεία συλλαβή

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Επίρρημα

επεξεργασία

short (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. λείπω, τελειώνω, στερώ, δεν μου φτάνει κάτι
    ⮡  We are starting to run short on cash.
    Αρχίζει να μας λείπει το ρευστό.
    ⮡  We’re running short on coal (=it’s starting to run out).
    Το κάρβουνο μας τελειώνει (=αρχίσει να εξαντλείται).
    ⮡  I don’t want you to go short of it because of me.
    Δε θέλω να στερηθείς εξαιτίας μου.
  2. δεν φτάνει όσο χρειάζομαι ή περιμένω
    ⮡  He kicked the ball short (=and it didn’t reach the net).
    Κλώτσησε την μπάλα και δεν έφτασε στα δίχτυα.
  3. απότομα, πριν από την αναμενόμενη ώρα ή πριν από τη φυσική ώρα
    ⮡  I will cut my trip short.
    Θα διακόψω το ταξίδι μου απότομα.
    ⮡  The conversation was cut short.
    Η συζήτηση διακόπηκε απότομα.
    ⮡  He stopped short in the middle of his sentence.
    Σταμάτησε απότομα στη μέση της πρότασής του.

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
short shorts

short (en)

  1. (ανεπίσημο) το βραχυκύκλωμα
     συνώνυμα: short circuit
  2. → και δείτε τη λέξη shorts

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας short
γ΄ ενικό ενεστώτα shorts
αόριστος shorted
παθητική μετοχή shorted
ενεργητική μετοχή shorting

short (en)