short
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | short |
συγκριτικός | shorter |
υπερθετικός | shortest |
short (en)
- κοντός, μικρός, βραχύς, σε μήκος ή απόσταση
- κοντός, για το ύψος ενός ατόμου
- σύντομος, μικρός, λίγος, μικρό χρονικό διάστημα ή λιγότερο από το συνηθισμένο
- ⮡ The police didn’t like his short answer.
- Η σύντομη απάντησή του δεν άρεσε στους αστυνομικούς.
- ⮡ It’s a short period.
- Είναι μια μικρή περίοδος.
- ⮡ He is reading the two short chapters of his book.
- Διαβάζει τα δύο μικρά κεφάλαια του βιβλίου του.
- ⮡ for a short time - για λίγο καιρό
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη brief
- ≠ αντώνυμα: long
- ⮡ The police didn’t like his short answer.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) για μια χρονική περίοδο που φαίνεται να έχει περάσει πολύ γρήγορα
- ⮡ Just two short years ago he was the best player in the country.
- Μόλις πριν από δύο χρόνια ήταν ο καλύτερος παίκτης στη χώρα.
- ⮡ Just two short years ago he was the best player in the country.
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) μείον, μου λείπει κάτι, δεν μου φτάνει κάτι ή είμαι χωρίς κάτι· δεν είναι εύκολα διαθέσιμο· δεν έχει αυτό που μου αξίζει
- ⮡ This month I’m short twenty thousand./This month I’m twenty thousand short.
- Αυτό το μήνα είμαι μείον είκοσι χιλιάδες.
- ⮡ I am short (on money) this money.
- Μου λείπονται χρήματα αυτό το μήνα.
- ⮡ I am 50 grams short of/on apples.
- Μου λείπουν 50 γραμμάρια μήλα.
- ⮡ The change is 20 cents short.
- Λείπουν 20 λεπτά ευρώ από τα ρέστα.
- ⮡ I’m still 50 euros short.
- Μου λείπουν ακόμα 50 ευρώ.
- ⮡ This month I’m short twenty thousand./This month I’m twenty thousand short.
- (ανεπίσημο) μου λείπει κάτι, δεν έχω αρκετή μιας ιδιότητας
- ⮡ He is short on intelligence.
- Του λείπει η ευφυΐα.
- ⮡ He is short on intelligence.
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) μείον, μου λείπει κάτι, μικρότερο από τον αριθμό, το ποσό ή την απόσταση που αναφέρεται ή απαιτείται
- ⮡ The team is going to the final short three key players.
- Η ομάδα πηγαίνει στον τελικό με τρεις βασικούς παίκτες μείον.
- ⮡ It is an inch short of regulation length.
- Λείπει μια ίντσα από το κανονικό μάκρος.
- ⮡ The team is going to the final short three key players.
- (short of breath) λαχανιασμένος
- ⮡ He reached the top short of breath.
- Έφτασε στην κορυφή λαχανιασμένος.
- ≈ συνώνυμα: out of breath
- ⮡ He reached the top short of breath.
- (short for ή for short) για συντομία, συντομευμένη μορφή μιας λέξης
- ⮡ Bob, short for Robert./Robert, Bob for short.
- Ροβέρτος, και για συντομία Μπομπ.
- ⮡ Bob, short for Robert./Robert, Bob for short.
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) απότομος, κοφτός, για ένα άτομο που μιλάει σε κάποιον με λίγα λόγια με τρόπο που φαίνεται αγενής
- ⮡ He was very short with me.
- Ήταν πολύ απότομος/κοφτός μαζί μου.
- ⮡ He was very short with me.
- (φωνητική) βραχύς
- ⮡ a short vowel/a short syllable - βραχύ φωνήεν/βραχεία συλλαβή
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαshort (en) (χωρίς παραθετικά)
- λείπω, τελειώνω, στερώ, δεν μου φτάνει κάτι
- ⮡ We are starting to run short on cash.
- Αρχίζει να μας λείπει το ρευστό.
- ⮡ We’re running short on coal (=it’s starting to run out).
- Το κάρβουνο μας τελειώνει (=αρχίσει να εξαντλείται).
- ⮡ I don’t want you to go short of it because of me.
- Δε θέλω να στερηθείς εξαιτίας μου.
- ⮡ We are starting to run short on cash.
- δεν φτάνει όσο χρειάζομαι ή περιμένω
- ⮡ He kicked the ball short (=and it didn’t reach the net).
- Κλώτσησε την μπάλα και δεν έφτασε στα δίχτυα.
- ⮡ He kicked the ball short (=and it didn’t reach the net).
- απότομα, πριν από την αναμενόμενη ώρα ή πριν από τη φυσική ώρα
- ⮡ I will cut my trip short.
- Θα διακόψω το ταξίδι μου απότομα.
- ⮡ The conversation was cut short.
- Η συζήτηση διακόπηκε απότομα.
- ⮡ He stopped short in the middle of his sentence.
- Σταμάτησε απότομα στη μέση της πρότασής του.
- ⮡ I will cut my trip short.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
short | shorts |
short (en)
- (ανεπίσημο) το βραχυκύκλωμα
- → και δείτε τη λέξη shorts
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | short |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shorts |
αόριστος | shorted |
παθητική μετοχή | shorted |
ενεργητική μετοχή | shorting |
short (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο) βραχυκυκλώνω
- ⮡ Be careful not to short the wires.
- Πρόσεξε να μη βραχυκυκλώσεις τα σύρματα.
- ≈ συνώνυμα: short circuit
- ⮡ Be careful not to short the wires.
Πηγές
επεξεργασία- short (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- short (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- short (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- short (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 497. ISBN 9780194325684., λήμμα: λείπω