Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
in short
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Έκφραση
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
in short
< →
δείτε
τις λέξεις
in
και
short
Έκφραση
επεξεργασία
in short
(en)
(
ιδιωματισμός
)
με συντομία
⮡
Tell me,
in short
, what happened.
Πες μου,
με συντομία
, τι συνέβη.
Πηγές
επεξεργασία
short (idioms): in short
-
Oxford Learner's Dictionaries