out of breath
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαout of breath (en)
- (ιδιωματισμός) λαχανιασμένος
- ⮡ Why are you out of breath, were you running?
- Γιατί είσαι λαχανιασμένη, έτρεχες;
- ≈ συνώνυμα: short of breath
- ⮡ Why are you out of breath, were you running?