λαχανιασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαχανιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λαχανιάζω
Μετοχή επεξεργασία
λαχανιασμένος, -η, -ο
- που έχει λαχανιάσει
- ήρθε στη συνεδρίαση λαχανιασμένος
- που έχει γίνει στα γρήγορα, υπό την επήρεια του πανικού
- βιαστικές, λαχανιασμένες πράξεις