λαχανιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαχανιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀναχανιάζω, έπειτα από αποβολή του αρχικού γράμματος α και ανομοίωση του επόμενου φθόγγου [n] (=v) σε [l] (=λ)
Ρήμα
επεξεργασίαλαχανιάζω
- δυσκολεύομαι να αναπνεύσω λόγω έντονης προσπάθειας
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λαχανιάζω | λαχάνιαζα | θα λαχανιάζω | να λαχανιάζω | λαχανιάζοντας | |
β' ενικ. | λαχανιάζεις | λαχάνιαζες | θα λαχανιάζεις | να λαχανιάζεις | λαχάνιαζε | |
γ' ενικ. | λαχανιάζει | λαχάνιαζε | θα λαχανιάζει | να λαχανιάζει | ||
α' πληθ. | λαχανιάζουμε | λαχανιάζαμε | θα λαχανιάζουμε | να λαχανιάζουμε | ||
β' πληθ. | λαχανιάζετε | λαχανιάζατε | θα λαχανιάζετε | να λαχανιάζετε | λαχανιάζετε | |
γ' πληθ. | λαχανιάζουν(ε) | λαχάνιαζαν λαχανιάζαν(ε) |
θα λαχανιάζουν(ε) | να λαχανιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λαχάνιασα | θα λαχανιάσω | να λαχανιάσω | λαχανιάσει | ||
β' ενικ. | λαχάνιασες | θα λαχανιάσεις | να λαχανιάσεις | λαχάνιασε | ||
γ' ενικ. | λαχάνιασε | θα λαχανιάσει | να λαχανιάσει | |||
α' πληθ. | λαχανιάσαμε | θα λαχανιάσουμε | να λαχανιάσουμε | |||
β' πληθ. | λαχανιάσατε | θα λαχανιάσετε | να λαχανιάσετε | λαχανιάστε | ||
γ' πληθ. | λαχάνιασαν λαχανιάσαν(ε) |
θα λαχανιάσουν(ε) | να λαχανιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λαχανιάσει | είχα λαχανιάσει | θα έχω λαχανιάσει | να έχω λαχανιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις λαχανιάσει | είχες λαχανιάσει | θα έχεις λαχανιάσει | να έχεις λαχανιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει λαχανιάσει | είχε λαχανιάσει | θα έχει λαχανιάσει | να έχει λαχανιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λαχανιάσει | είχαμε λαχανιάσει | θα έχουμε λαχανιάσει | να έχουμε λαχανιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε λαχανιάσει | είχατε λαχανιάσει | θα έχετε λαχανιάσει | να έχετε λαχανιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λαχανιάσει | είχαν λαχανιάσει | θα έχουν λαχανιάσει | να έχουν λαχανιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λαχανιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας