Ετυμολογία

επεξεργασία
ασθμαίνω < λείπει η ετυμολογία

ασθμαίνω

  1. αναπνέω δύσκολα, πνευστιώ, λαχανιάζω
  2. (μεταφορικά) καταβάλλω πολλούς κόπους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία