Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασθμαίνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ασθμαίνω

  1. αναπνέω δύσκολα, πνευστιώ, λαχανιάζω
  2. (μεταφορικά) καταβάλλω πολλούς κόπους

  Μεταφράσεις επεξεργασία