- σφυρίζω (όχι συνειδητά, παράγω σφυριχτό ήχο λόγω προβλημάτων αναπνοής ή διότι διασχίζω τον αέρα ταχέως)
- (ωτορινολαρυγγολογία) αγκομαχώ, ξεφυσάω, κοντανασαίνω, συρίζω λόγω δύσπνοιας, έχω «γατάκια» (ηχηρότερα κατά την εκπνοή)
- κινούμαι βολίδα και σφυρίζω σαν σφαίρα ή τόξο (για βλήματα το σφύριγμα το ακούει κάποιος από τον οποίο περνούν ξυστά ή πολύ κοντά)
- (μεταφορικά, για έμφαση) κινούμαι υπερβολικά γρήγορα
- οτιδήποτε αστείο (λεκτικά: αστείο με λόγια ή φυσικά: αστείο με κινήσεις ή ενέργειες)
- αγκομαχητό, λαχάνιασμα, ξεφύσημα, ηχηρή δύσπνοια, συριγμός, σύριγμα, «γατάκια»