1. σφυρίζω (όχι συνειδητά, παράγω σφυριχτό ήχο λόγω προβλημάτων αναπνοής ή διότι διασχίζω τον αέρα ταχέως)
    • (ωτορινολαρυγγολογία) αγκομαχώ, ξεφυσάω, κοντανασαίνω, συρίζω λόγω δύσπνοιας, έχω «γατάκια» (ηχηρότερα κατά την εκπνοή)
    • κινούμαι βολίδα και σφυρίζω σαν σφαίρα ή τόξο (για βλήματα το σφύριγμα το ακούει κάποιος από τον οποίο περνούν ξυστά ή πολύ κοντά)
      • ελληνιστί: βζζζν
    • (μεταφορικά, για έμφαση) κινούμαι υπερβολικά γρήγορα
  2. οτιδήποτε αστείο (λεκτικά: αστείο με λόγια ή φυσικά: αστείο με κινήσεις ή ενέργειες)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
  • αγκομαχητό, λαχάνιασμα, ξεφύσημα, ηχηρή δύσπνοια, συριγμός, σύριγμα, «γατάκια»