Δείτε επίσης: ἀναπνέω

Ετυμολογία

επεξεργασία
αναπνέω < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ἀναπνέω[1] < ἀνά + πνέω

αναπνέω

  1. προσλαμβάνω οξυγόνο από το περιβάλλον μου
      ο άνθρωπος αναπνέει με τα πνευμόνια του
  2. (μεταφορικά) ανακουφίζομαι αφού φεύγει ένα ψυχικό βάρος
      βρήκα δουλειά με καλύτερη πληρωμή και αναπνεύσαμε λιγάκι οικονομικά

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία