οξυγόνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- οξυγόνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική oxygène < αρχαία ελληνική ὀξύς (οξυ- + -γόνο ( < γεννῶ)
- Η λέξη δημιουργήθηκε από τον Γάλλο χημικό Antoine Lavoisier και στα ελληνικά μαρτυρείται από το 1802.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ksiˈɣo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ξυ‐γό‐νο
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οξυγόνο | τα | οξυγόνα |
γενική | του | οξυγόνου | των | οξυγόνων |
αιτιατική | το | οξυγόνο | τα | οξυγόνα |
κλητική | οξυγόνο | οξυγόνα | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοξυγόνο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) αμέταλλο χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 8 και χημικό σύμβολο το O
- ↪ Δύο άτομα υδρογόνου και ένα άτομο οξυγόνου σχηματίζουν ένα μόριο νερού.
- άχρωμο, άοσμο κι άγευστο αέριο, του οποίου το μόριο αποτελείται από δύο άτομα (O2)· είναι τελείως απαραίτητο για τη συντήρηση της ζωής
- Ο ατμοσφαιρικός αέρας αποτελείται κατά 21% περίπου από οξυγόνο.
- (συνεκδοχικά) η συσκευή παροχής οξυγόνου για ασθενείς με αναπνευστικά προβλήματα
- έκφραση: φιάλη οξυγόνου : φιάλη από μέταλλο που περιέχει καθαρό οξυγόνο και χρησιμοποιείται στην ιατρική, στις καταδύσεις, στις οξυγονοκολλήσεις, κ.λπ.
- (βιολογία) κύκλος του οξυγόνου : η κυκλική μεταφορά του οξυγόνου στη φύση από την κατανάλωσή από τους ανθρώπους τα ζώα και τα φυτά μέχρι την εκ νέου παραγωγή του από τα φυτά
- (μεταφορικά) ο καθαρός αέρας
Συγγενικά
επεξεργασία- οξυγονικός
- οξυγονούχος
- → δείτε τη λέξη οξυγονώνω
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- οξυγόνο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία οξυγόνο