↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οξυγονούχος η οξυγονούχα
οξυγονούχος
το οξυγονούχο
      γενική του οξυγονούχου της οξυγονούχας
οξυγονούχου
του οξυγονούχου
    αιτιατική τον οξυγονούχο την οξυγονούχα
οξυγονούχο
το οξυγονούχο
     κλητική οξυγονούχε οξυγονούχα
οξυγονούχε
οξυγονούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οξυγονούχοι οι οξυγονούχες
οξυγονούχοι
τα οξυγονούχα
      γενική των οξυγονούχων των οξυγονούχων των οξυγονούχων
    αιτιατική τους οξυγονούχους τις οξυγονούχες
οξυγονούχους
τα οξυγονούχα
     κλητική οξυγονούχοι οξυγονούχες
οξυγονούχοι
οξυγονούχα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οξυγονούχος < οξυγόνο + -ούχος ( < έχω)

  Επίθετο

επεξεργασία

οξυγονούχος, -ος/-α, -ο

οξυγονούχος ένωση, οξυγονούχος ρύπος

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία