Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οξυγονούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.3
Πολυλεκτικοί όροι
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οξυγονούχ
ος
η
οξυγονούχ
α
&
οξυγονούχ
ος
το
οξυγονούχ
ο
γενική
του
οξυγονούχ
ου
της
οξυγονούχ
ας
&
οξυγονούχ
ου
του
οξυγονούχ
ου
αιτιατική
τον
οξυγονούχ
ο
την
οξυγονούχ
α
&
οξυγονούχ
ο
το
οξυγονούχ
ο
κλητική
οξυγονούχ
ε
οξυγονούχ
α
&
οξυγονούχ
ε
οξυγονούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οξυγονούχ
οι
οι
οξυγονούχ
ες
&
οξυγονούχ
οι
τα
οξυγονούχ
α
γενική
των
οξυγονούχ
ων
των
οξυγονούχ
ων
των
οξυγονούχ
ων
αιτιατική
τους
οξυγονούχ
ους
τις
οξυγονούχ
ες
&
οξυγονούχ
ους
τα
οξυγονούχ
α
κλητική
οξυγονούχ
οι
οξυγονούχ
ες
&
οξυγονούχ
οι
οξυγονούχ
α
ομάδα '-ος -ος -ο & -α'
,
Κατηγορία
όπως «
κερδοφόρος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οξυγονούχος
<
οξυγόνο
+
-ούχος
( <
έχω
)
Επίθετο
επεξεργασία
οξυγονούχος
, -ος/-α, -ο
που περιέχει
οξυγόνο
οξυγονούχος
ένωση,
οξυγονούχος
ρύπος
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
οξυγονούχο ύδωρ
: το
οξυζενέ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οξυγονούχος