Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξυζενέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική (eau) oxygénée

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οξυζενέ ουδέτερο άκλιτο

  • (φαρμακευτική) αραιό υδατικό διάλυμα του υπεροξειδίου του υδρογόνου με αντισηπτικές ιδιότητες· άχρωμο υγρό που χρησιμοποιείται για να καθαρίζουμε πληγές ή για να ξεβάφουμε ρούχα, μαλλιά ή άλλα αντικείμενα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία