πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαϊκός η λαϊκή το λαϊκό
      γενική του λαϊκού της λαϊκής του λαϊκού
    αιτιατική τον λαϊκό τη λαϊκή το λαϊκό
     κλητική λαϊκέ λαϊκή λαϊκό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαϊκοί οι λαϊκές τα λαϊκά
      γενική των λαϊκών των λαϊκών των λαϊκών
    αιτιατική τους λαϊκούς τις λαϊκές τα λαϊκά
     κλητική λαϊκοί λαϊκές λαϊκά
Λαϊκότροπος τύπος θηλυκού: λαϊκιά (μόνο για γυναίκες)
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

λαϊκός, -ή, -ό

  1. που προέρχεται από το λαό ή ανήκει ή αναφέρεται σε αυτόν
    παράδειγμα  λαϊκή κυριαρχία (η κυριαρχία που ανήκει στο σύνολο του λαού)
    παράδειγμα  λαϊκός άνθρωπος (που προέρχεται από τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα)
     δείτε και τη λέξη λαϊκότροπος
  2. (σε σχέση με την εκκλησία) που δεν ανήκει στον κλήρο

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λαϊκός λαϊκή τὸ λαϊκόν
      γενική τοῦ λαϊκοῦ τῆς λαϊκῆς τοῦ λαϊκοῦ
      δοτική τῷ λαϊκ τῇ λαϊκ τῷ λαϊκ
    αιτιατική τὸν λαϊκόν τὴν λαϊκήν τὸ λαϊκόν
     κλητική ! λαϊκέ λαϊκή λαϊκόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λαϊκοί αἱ λαϊκαί τὰ λαϊκᾰ́
      γενική τῶν λαϊκῶν τῶν λαϊκῶν τῶν λαϊκῶν
      δοτική τοῖς λαϊκοῖς ταῖς λαϊκαῖς τοῖς λαϊκοῖς
    αιτιατική τοὺς λαϊκούς τὰς λαϊκᾱ́ς τὰ λαϊκᾰ́
     κλητική ! λαϊκοί λαϊκαί λαϊκᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λαϊκώ τὼ λαϊκᾱ́ τὼ λαϊκώ
      γεν-δοτ τοῖν λαϊκοῖν τοῖν λαϊκαῖν τοῖν λαϊκοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα